- αδιαλόγιστος
- -η, -οασυλλόγιστος, αστόχαστος: Μίλησε κάμποση ώρα, αλλά αυτά που είπε ήταν πράγματα αδιαλόγιστα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀδιαλόγιστος — unreasoning masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδιαλόγιστος — η, ο (ΑΜ ἀδιαλόγιστος, ον) [διαλογίζομαι] αυτός που δεν συλλογίζεται, ασυλλόγιστος, ασύνετος, απερίσκεπτος, ανόητος νεοελλ. 1. αιφνίδιος, ξαφνικός, απρόοπτος 2. ανυπολόγιστος, πολύς, μεγάλος … Dictionary of Greek